φωσφορίζω

φωσφορίζω
βγάζω φωσφορική λάμψη, λαμπυρίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φωσφορίζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φωσφορίζω — Ν [φωσφόρος] 1. εκπέμπω λάμψη φωσφορική, λαμπυρίζω 2. φρ. «φωσφορίζουσα ουσία» χημ. στερεά ουσία η οποία εκπέμπει φως, δηλαδή που παρουσιάζει το φαινόμενο τού φωσφορισμού, όταν εκτίθεται σε μία ακτινοβολία, λ.χ. σε υπεριώδη ακτινοβολία …   Dictionary of Greek

  • λαμπυρίζω — (AM λαμπυρίζω) [λαμπυρίς] 1. ακτινοβολώ με διακοπές, φωσφορίζω, βγάζω αδύναμες λάμψεις που αναβοσβήνουν («κερήθρα που λαμπυρίζει απάνω της κρεμάμενο το φως», Ζερβ.) νεοελλ. 1. (γενικά) ακτινοβολώ 2. φωτίζω αρχ. φέγγω σταθερά …   Dictionary of Greek

  • φωσφορισμός — Φωσφορίζουσες ονομάζονται οι ουσίες που όταν εκτεθούν σε μια ακτινοβολία, εκπέμπουν φως για ένα, μεγαλύτερο ή μικρότερο, χρονικό διάστημα. Ο φ. ερμηνεύεται όπως και ο φθορισμός. Η προσπίπτουσα ακτινοβολία προκαλεί στα άτομα και στα μόρια της… …   Dictionary of Greek

  • φωσφόρισμα — το, Ν [φωσφορίζω] φωσφορισμός …   Dictionary of Greek

  • λαμπυρίζω — λαμπύρισα, αμτβ., φωσφορίζω, ακτινοβολώ φως που δεν είναι σταθερό: Τα άστρα λαμπυρίζουν τη νύχτα στον ουρανό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθορίζω — αμτβ., εμφανίζω φθορισμό (βλ. λ.), φωσφορίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”